αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek
ζωολογικός κήπος — Χώρος συγκέντρωσης ζώων, γενικά εξωτικών, που εκτρέφονται σε περιβάλλοντα με συνθήκες όσο το δυνατόν όμοιες με αυτές των περιοχών προέλευσής τους. Οι σημερινοί ζ.κ., οργανωμένοι με κριτήρια που αποκτήθηκαν ιδιαίτερα τον 19o αι., δεν έχουν μόνο… … Dictionary of Greek
Σέλιχοφ, Γκριγκόρι Ιβάνοβιτς — (1747 – 1795). Ρώσος θαλασσοπόρος. Ο Σ. ήταν έμπορος και οργάνωσε με πλοία πολλά εμπορικά ταξίδια στα νησιά Κουρίλες και Αλεούτες. Το 1878 1886 πήγε στην τότε ρωσική Αμερική, όπου και βοήθησε στην εγκατάσταση ρωσικών οικισμών. Ίδρυσε επίσης τη… … Dictionary of Greek